- σταματώ
- σταματῶ, -άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν [στάμα, -ατος](αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.)νεοελλ.1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον να παύσει να κινείται, να λειτουργεί, να ενεργεί (α. «μέ σταμάτησε στον δρόμο να μού ζητήσει δανεικά» β. «σταμάτησα το νερό»)β) ανακόπτομαι, διακόπτομαι, αναστέλλομαι («σταμάτησε η επίθεση τού στρατού»)γ) παύω να μιλώ, διακόπτω τον λόγο μου («σταμάτα πια, μάς ζάλισες»)2. φρ. α) «σταματά ο νους σου [ή ο νους τού ανθρώπου]» — μένει κανείς κατάπληκτοςβ) «σταματάει η εφημερίδα» — διακόπτεται η έκδοση τής εφημερίδαςγ) «σταματά το τραίνο» [ή το λεωφορείο ή το τρόλεϊ]»i) το τραίνο [ή το λεωφορείο ή το τρόλεϊ] μένει ακίνητοii) το τραίνο [ή το λεωφορείο ή το τρόλεϊ] κάνει στάση, σταθμεύει.
Dictionary of Greek. 2013.